- μετασκηνῶ
- μετασκηνόωshift an encampmentpres subj act 1st sgμετασκηνόωshift an encampmentpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετασκηνώ — μετασκηνῶ, όω (Α) μεταφέρω τη σκηνή ή την κατοικία μου σε άλλο τόπο ή μεταβαίνω σε άλλη σκηνή ή κατοικία, μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
μετασκήνωμα — μετασκήνωμα, τὸ (Μ) [μετασκηνώ] νέος τόπος διαμονής … Dictionary of Greek
μετασκήνωσις — μετασκήνωσις, ἡ (Μ) [μετασκηνώ] μετάθεση τής σκηνής σε άλλο τόπο, μετακόμιση, μετοίκηση … Dictionary of Greek